Η Υπάτη με μία ματιά

Εκτυπώσιμη μορφή

Όταν φτάσεις στην Υπάτη μαγεύεσαι από τη φυσική ομορφιά της, τις βυζαντινές Εκκλησίες, τις κρήνες, τα τρεχούμενα νερά, τους καταρράκτες της.. Το μάτι σου χάνεται στα πλανεμένα μονοπάτια, όπου οι μάγισσες και οι νεράιδες σε προσκαλούν.. Θωρείς το κάστρο με την κυρά του, τη σπηλιά της Αρσαλής, και το Βυζαντινό της Μουσείο, και σε κάνουν να ταξιδεύεις στο χρόνο.. Το Πάρκο των Ηρώων με τις προτομές του, είναι εκεί για να σου υπενθυμίζει ότι αυτός ο τόπος είναι τόπος ηρώων.. Αλλά δεν μπορείς να μείνεις μόνο στο χθες.. Ζεις το σήμερα, ταξιδεύοντας στις αίθουσες του Κακογιάννειου Αστεροσχολείου της και φτάνεις μέχρι τ' αστέρια, ρίχνοντας μόνο μια ματιά.. Όπου και αν κοιτάξεις σε μαγεύει. Κάθε εποχή και ομορφιά, κάθε μέρος και λησμονιά. Πηγές, ρέματα, καταρράκτες, είναι κάποια απ’ τα αξιοθέατα που συναντά ο επισκέπτης ανηφορίζοντας προς την Υπάτη.

Η ρεματιά της Αγίας Κυριακής είναι ένα τοπίο ανυπέρβλητο σε ομορφιά και χάρη. Στη συνέχεια η επιγραφή < ΥΠΑΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΚΗ ΠΟΛΗ> σου θυμίζει την μανία του κατακτητή , αλλά και την αντίσταση του λαού. Και έπειτα ο καταρράκτης της, με το μύλο της οικογένειας Ματσούκα, μοναδικό τοπίο σε ολόκληρη την Φθιώτιδα. Το ρέμα του Κάκκαβου τροφοδοτούσε τους μύλους της πόλης. Ανηφορίζοντας, συναντάς την πλατεία, την πλατεία των Αινιάνων, όπου ζει το χθες, το σήμερα και το αύριο. Από την αρμονική τετράγωνη πλατεία, στα βόρεια αντικρίζεις το πάρκο των ηρώων. Κοιτάζοντας τις αναμνηστικές στήλες διαπιστώνεις τις θυσίες της πόλης. Κατά τη γερμανική κατοχή, μετά την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, από την Υπάτη εκτελέστηκαν 16 άτομα, ενώ στις 17 Ιουνίου του ‘44 οι Υπαταίοι θρήνησαν ακόμα 53 νεκρούς. Οι προτομές που περιβάλλουν τον ιερό χώρο ανήκουν σε επιφανείς Υπαταίους, όπως του Δ. Αινιάν, του ταγματάρχη Ι. Παπαρρόδου, του συνταγματάρχη Παπακυριαζή.

 Δεξιά της πλατείας, αξίζει η επίσκεψη στο ναό του Αγίου Γεωργίου, ένα καλαίσθητο ναό κτισμένο σε ένα φροντισμένο και ειδυλλιακό περιβάλλον. Αριστερά, βρίσκεις το Πλανητάριο στολίδι της, Κακογιάννειο Αστεροσχολείο. Κατηφορίζοντας στα σοκάκια και περνώντας από τον ανδριάντα του Σπύρου Ματσούκα, του εθναπόστολου και ποιητή, του Ματσούκα που έπαιρνε το δισάκι του στον ώμο και έλεγε < πάω να διακονέψω για τον Διάκο >, φτάνεις στο Βυζαντινό Μουσείο, το οποίο στεγάζεται σε παλιό στρατώνα της Οθωνικής περιόδου, και χαρακτηρίστηκε ιστορικό μνημείο και έργο τέχνης. Το κτήριο αυτό παραχωρήθηκε από το Δήμο στο Υπουργείο Πολιτισμού το 1998, με ευθύνη του οποίου μετατράπηκε σε Μουσείο.

Καθώς προχωράς, μαγεύεσαι από το πανέμορφο τοπίο και δεξιά του δρόμου συναντάς τα Σκαβδάκια (Σκαφιδάκια) τους δύο λαξευτούς τάφους που θεωρήθηκαν σκαφίδια, στα οποία οι νεράιδες έπλεναν τα ρούχα τους και ίσως ξεχνούσαν και τα μαντήλια τους, για να μαγέψουν τους κοινούς θνητούς. Παίρνοντας το μονοπάτι, φτάνεις στην Ανεμότρυπα, που λέγεται έτσι , λόγω της μεγάλης σχισμής (τρύπας) που υπάρχει στο έδαφος, και από το βάθος της βγαίνει δροσερός αέρας. Κάτω, στη βάση της περίπου και μέσα στα βράχια, είχαν λαξευτεί λεκάνες, που σήμερα δεν φαίνονται , γιατί σκεπάστηκαν από τα χώματα και τις πέτρες, που έχουν παρασυρθεί από τα νερά της βροχής. Στο βάθος της σχισμής κατέβαιναν, κατά τις αστρόφεγγες νύχτες οι αρχαίες μάγισσες της Υπάτης και καταγίνονταν στη μυστηριακή ιεροτελεστία της μαγείας. Λέγεται ότι , οι σύγχρονοι Υπατείς, μετά το ξερίζωμα ενός δέντρου, στο σημείο της σχισμής, κατέβηκαν στο βάθος και ανακάλυψαν ότι, υπήρχε υπόγεια στοά (λαγούμι), που οδηγούσε στα Λουτρά και κατά παράδοση, από το λαγούμι αυτό, πήγαιναν οι μάγισσες και λουζόντουσαν.

Αν τώρα, πάρεις το μονοπάτι παράλληλα του Ξηριά, θα δεις ένα πλάτωμα με εξαιρετική θέα προς το ποτάμι, χωμένο μες τα πλατάνια και απ΄ την άλλη ξεχύνεται μπροστά σου η κοιλάδα του Σπερχειού. Κατηφορίζοντας στον ποταμό και διασχίζοντας ένα φρυγανικό οικοσύστημα (ασφάκες και λαδανιές), φτάνεις στον Ξηριά και ακολουθώντας το μονοπάτι παράλληλα από αυτόν, φτάνεις στον ύψους 45 μέτρων καταρράκτη, γνωστό ως Κρεμαστό. Πρόκειται για τον τελευταίο και μεγαλύτερο από ένα σύνολο 33 καταρρακτών, που υπάρχουν στο φαράγγι που σχηματίζεται ανάμεσα στο κατώτερο τμήμα των βουνών Ψηλαινός και Πετρωτός, από το οροπέδιο του Ροδοκάλου και κάτω. Κοιτάζοντας τριγύρω μαγεύεσαι από το τραγούδι του ποταμού και των ξωτικών του, καθώς όμως παίρνεις τον δρόμο της επιστροφής για την Υπάτη, σε κυριεύει ένα αίσθημα γαλήνης, αφού ανηφορίζοντας σε νότια πορεία, συναντάς τον βυζαντινό ναό του Αγίου Νικολάου.

Ο ναός αυτός είναι ένα παλαιοχριστιανικό μνημείο του 5ου ή 6ου αιώνα. Άξια προσοχής είναι τα ενσωματωμένα στην τοιχοποιία του ναού σπαράγματα από παλαιότερα κτίσματα. Στις κολώνες του περιστυλίου του ναού, σώζονται βυζαντινά κιονόκρανα, ενώ σπαράγματα και κολώνες αρχαίων και μεσαιωνικών κτισμάτων βρίσκονται διάσπαρτα στον χώρο. Στο βορειοδυτικό άκρο του αύλειου χώρου, ένα βυζαντινό ψηφιδωτό περιμένει, καλυμμένο με άμμο, τη στέγασή του. Επόμενη στάση, το βυζαντινό εκκλησάκι της Αγίας Σοφίας. Από τους αρχαίους σπόνδυλους που σώζονται στο χώρο, στη θέση αυτή τοποθετείται αρχαϊκός ναός και αργότερα παλαιοχριστιανική βασιλική. Από την Αγία Σοφία, ένα απότομο μονοπάτι σε οδηγεί στο Κάστρο. Αρχικά συναντάτε το ναό του Οσίου Αθανασίου του Μετεωρίτη, το μέρος που γεννήθηκε και έζησε ο όσιος Αθανάσιος, και στην συνέχεια φτάνεις στο εκκλησάκι του Αι Γιάννη, με το δροσερό νερό και την καταπληκτική θέα.

Συνεχίζοντας τον περίπατο, συναντάς ένα παλιό μονοπάτι, θαμμένο στα πλατάνια και στην πλούσια βλάστηση. Καθώς διασχίσεις ένα πέτρινο γεφύρι, που σχηματίζει ένα μικρό καταρράκτη, φτάνεις στο ιστορικό κάστρο. Από μια πανοραμική θέση το κάστρο επισκοπεί, εποπτεύει, στέκει βιγλάτορας και προστάτης της πόλης. Το κάστρο ήταν άπαρτο, όχι τόσο γιατί ο βράχος του ήταν φρούριο και άντεχε στις επιδρομές, αλλά γιατί κάθε ψυχή που προστάτευε, ήταν φρούριο από μόνη της.«Με πολεμίστρες που πολεμάς και δεν μπορούν να σε πολεμήσουν, με πετρομάχους που μπορούσαν να ρίχνουν πέτρες γύρω γύρω και να σκοτώνουν όποιον πλησιάζει, δεν έπεφτε από τον εχθρό και έπεσε από τούρκικη μπαμπεσιά που εκμεταλλεύτηκε την πονοψυχιά της αρχοντοπούλας που ήταν μέσα κλεισμένη. Ξεγελάστηκε πως είναι Ρωμιά γυναίκα στην ώρα της να γεννήσει και ήταν τούρκος, παρασύρθηκε από το αίσθημα της μητρότητας, κι έτσι έπεσε το απόρθητο κάστρο στα χέρια των Τούρκων». Σήμερα δεν ακούγεται πια το Κέρας, δεν φυλάνε πια φρουροί. Μόνοι φρουροί που έμειναν είναι τα τρία πιθάρια του μύθου, ένα με χρυσό, τ' άλλο με το νερό και το άλλο με φίδια, φύλακες της όμορφης Αρχοντοπούλας.

Απέναντι από το Κάστρο κοιτάζοντας στην Οίτη αντικρίζεις την σπηλιά της Αρσαλής. Εκεί πάνω στα ψηλώματα της ελατοσκέπαστης Οίτης, μια σπηλιά πελώρια ανάμεσα στα βράχια και στα έλατα, φαντάζει σαν μάτι Κύκλωπα, που αγρυπνάει για το βασίλειό του. Είναι η σπηλιά της Αρσαλής ( Αγίας Ιερουσαλήμ) όπου οι Υπαταίοι, τιμώντας την μνήμη της διαμόρφωσαν ένα μέρος του εσωτερικού της, σε Εκκλησούλα και την γιορτάζουν την Πέμπτη της Διακαινησίμου, με χαρακτήρα πανηγυρικό, σύμφωνα με τα τοπικά έθιμα. Εκεί, μεταφέρθηκε από πιστούς η εικόνα της Αγίας, με σκοπό τη διαφύλαξη της από τους αλλόθρησκους. Μόνο άντρες ανεβαίνουν την περίοδο αυτή στη σπηλιά ,ενώ οι γυναίκες και όσοι δεν μπόρεσαν ν' ανέβουν συγκεντρώνονται την Πέμπτη το πρωί στην πανέμορφη τοποθεσία ‘ ‘Περιβόλια’ που παρουσιάζει μια εικόνα φυσικής αντίθεσης, σε σχέση με την αγριότητα του βουνού, γιατί είναι κατάφυτη από περιβόλια και δένδρα, άγρια και ήμερα. Στο πλάτωμα της τοποθεσίας αυτής είναι η βρύση, που τρέχει άφθονο και γάργαρο νερό, που πηγάζει από τα σπλάχνα της Οίτης και λίγο πιο πέρα ένας αιωνόβιος πλάτανος, με μια μεγάλη κουφάλα στον κορμό του, που μέσα σ' αυτήν μπορεί κανείς να ξεκουραστεί. Όταν τελειώσει η λειτουργία στην σπηλιά, δίνεται το σύνθημα της αναχώρησης και όλοι κατηφορίζουν στα Περιβόλια, όπου γίνεται γλέντι. Μετά όλοι μαζί κατεβαίνουν στην πλατεία, όπου γίνεται περιφορά της εικόνας, την οποία φέρνουν από την σπηλιά,  και ο αγιασμός. Το βράδυ χορεύουν οι Αρσαλιώτες και όλα τα αγόρια περιμένουν με ανυπομονησία να πάρουν το βάπτισμα του πυρρός και να γίνουν Αρσαλιώτες. Άλλωστε, όποιος έρχεται στην Υπάτη είναι δεδομένο ότι γίνεται Αρσαλιώτης.